σανιδώματος

σανιδώματος
σανίδωμα
planking
neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • δοκίδα — η (AM δοκίς) [δοκός] μικρό δοκάρι νεοελλ. 1. γυμναστικό όργανο για αναρρίχηση 2. οριζόντιο ξύλινο κομμάτι που αποτελεί μέρος τού πλαισίου μιας ξύλινης κατασκευής ή υποστήριγμα σανιδώματος ή πλακόστρωτου 3. ξύλινο ή μεταλλικό στέλεχος, κάθετο προς …   Dictionary of Greek

  • παραμήκης — άμηκες, Α 1. αυτός που έχει μακρύ σχήμα, επιμήκης («τὸ δὲ τρῆμα τοῡ σανιδώματος ἦν παράμηκες», Πολ.) 2. εκτεταμένος 3. αυτός που εκτείνεται σε ένα συγκεκριμένο μήκος («παραμήκης ὅσον ἑξήκοντα σταδίων τὸ μῆκος», Στράβ.) 4. (για νησί) αυτός που… …   Dictionary of Greek

  • πινάκωσις — ώσεως, ή, Α η σανίδωση, η κατασκευή σανιδώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πίναξ, ακος+ κατάλ. ωσις μέσω αμάρτυρου *πινακόω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”